- Κυρηναίους
- Κυρηναῖοςmasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κυρηναίος — αία, ο (Α κυρηναῑος, α, ον) [Κυρήνη] 1. εκείνος που ανήκει στην αρχαία ελληνική πόλη τής βόρειας Αφρικής Κυρήνη ή προέρχεται από αυτήν 2. (το αρσ. και το θηλ. ως κύριο όν.) ο Κυρηναίος, η Κυρηναία ο κάτοικος τής Κυρήνης ή αυτός που κατάγεται από… … Dictionary of Greek
Βάττος — I (5ος αι. π.Χ.). Κορίνθιος στρατηγός. Κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου ανέλαβε την υπεράσπιση της ατείχιστης Σολυγείας, την οποία απειλούσαν 2.000 Αθηναίοι και Καρυστινοί οπλίτες υπό την αρχηγία του Νικία. II Όνομα βασιλιάδων της… … Dictionary of Greek
Θίβρων — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Σπαρτιάτης στρατηγός (; – 391 π.Χ.). Το 399 π.Χ. στάλθηκε στη Μικρά Ασία, ως αρμοστής στρατιάς από 1.000 Λακεδαιμόνιους, 3.000 Πελοποννήσιους και 300 Αθηναίους ιππείς, για να υπερασπιστεί και να προστατεύσει τις… … Dictionary of Greek
BATTUS I — BATTUS I. Lacedaemone oriundus, Cyreves in Africa conditor, annô 2. 32. Olymp. Euseb. Chron. quem Callunachus ait progenitorem suum fuisse. Strabo. l. 17. Battiades Ovidio in Ibin, v. 53. hinc dictus. Iuxta Cretam insula est, nomine Thera, unde… … Hofmann J. Lexicon universale
Αδικράν — Αρχαίος βασιλιάς της Λιβύης, που αναφέρεται από τον Ηρόδοτο (Δ 159). Μετά τον χρησμό του Μαντείου των Δελφών, που παρακινούσε όλους τους Έλληνες να επιβιβαστούν σε πλοία και να πάνε να κατοικήσουν μαζί με τους Κυρηναίους στη Λιβύη, μαζεύτηκαν… … Dictionary of Greek
Οφέλλας — (4ος αι. π.Χ.). Αναφέρεται και ως Οφέλτας. Καταγόταν από την Πέλλα της Μακεδονίας και ήταν γιος του Σιλανού. Είχε ακολουθήσει τον Μέγα Αλέξανδρο στην εκστρατεία του εναντίον των Περσών (325 π.Χ.) ως τριηράρχης του ινδικού στόλου των Μακεδόνων. Το … Dictionary of Greek
Φερετίμη — Σύζυγος του βασιλιά της Κυρήνης Βάττου Γ’, μητέρα του Αρκεσίλαου Γ’. Όταν ο Αρκεσίλαος ανέβηκε στον θρόνο, η Φ. τον παρακίνησε να μη δεχτεί τον περιορισμό της βασιλικής εξουσίας που είχε επιβάλει ο Δημώναξ, οργανωτής από τη Μαντινεία που είχε… … Dictionary of Greek